1ο
Πανελλήνιο Συμπόσιο Μουσικής Έρευνας
Προβλήματα στην αξιολόγηση των ευρημάτων μουσικών οργάνων της αρχαιότητας και προτάσεις αντιμετώπισής τους.
Το περιβάλλον του πεδίου έρευνας
Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι επιστήμες κινούνταν με περισσότερη άνεση ανάμεσα στον αυτοπροσδιορισμό των παραμέτρων τους και την εμβάθυνση των επιμέρους στοιχείων τους, επιτρέποντας στην έρευνα να επιστρέφει από το κέντρο προς την περιφέρεια και το αντίστροφο. Η σχέση της κάθε μιας επιστήμης με την περιφερειακά συγγενή της περιοριζόταν στον σεβασμό των ορίων και στην τήρηση μιας υπολογίσιμης απόστασης μεταξύ των γνωστικών αντικειμένων.
Κυρίως μέσα από την προσπάθεια να ορισθούν νέες σύνθετες εξειδικεύσεις για την εξυπηρέτηση των σύγχρονων αναγκών αναπτύσσονται ευρύτερα επιστημονικά πεδία που περιλαμβάνουν συγγενείς, γειτονικούς ή και μέχρι τώρα ξένους ή παράλληλους μεταξύ τους επιστημονικούς κλάδους (Οικολογία με Ιατρική, Παιδαγωγική με Αρχιτεκτονική, Επιστήμες Διοίκησης με Ψυχολογία κ.α.).
Η διττή ή πολλαπλή αυτή προσέγγιση στην αρχαία ελληνική μουσική είχε μέχρι σήμερα αρκετά γόνιμα και συχνά ενδιαφέροντα αποτελέσματα, καθώς μια μεγάλη κατηγορία μουσικολόγων, μουσικών, ιστορικών, αρχαιολόγων, ερευνητών του θεάτρου, λαογράφων ή καλλιτεχνών συνωθούνται γύρω από ένα πλέγμα ενδιαφερόντων και ειδικοτήτων. Η αύξηση φυσικά του ενδιαφέροντος στις επιμέρους ειδικότητες συχνά δεν γίνεται από κοινού, και ούτε πάντοτε με κοινούς όρους. Μπορούμε όμως να δεχθούμε ότι οπωσδήποτε ακολουθεί τους όρους της επιστήμης ή της τέχνης.
Έτσι διατυπώνονται ερωτήματα,
αποφασίζονται πειραματικές εφαρμογές και
ορίζονται προσεγγίσεις μεθοδολογικά και
πρακτικά διάφορες. Αυτό όμως που πρακτικά
εμπλουτίζει την γνώση μας δεν φαίνεται να
αρκεί για να ορίσει επιτέλους την κοινή μας
γλώσσα πάνω στο θέμα.
Η αξιολόγηση των πληροφοριών
Στο χώρο της Μουσικής η γνώση μας για το απώτερο παρελθόν με το οποίο δεν υπήρξε συνέχεια στηρίχθηκε κυρίως σε υποθέσεις με δεδομένα περιγραφές ή παρεπόμενες πληροφορίες. Η διερεύνηση της μουσικής πράξης της αρχαιότητας επομένως βασίστηκε σε υποθέσεις οι οποίες προέρχονταν μέσα από τις διαφόρων εποχών πηγές που φτάνουν μέχρι εμάς, αλλά και σε πληροφορίες και αναφορές μέσα από άλλες τέχνες, όπως τέχνη του θεάτρου, του λόγου, του χορού κ.λ.π.
Οι σποραδικές και όχι ισοβαρείς ως προς την εμβάθυνσή τους αναλύσεις για τα ίδια τα ηχογόνα σώματα – μουσικά όργανα παρέμεναν ή παραμένουν εν πολλοίς ένα ανεξερεύνητο υλικό που η εξέτασή του οφείλει να επαναπροσδιοριστεί με νέους όρους και συνθήκες.
Κατ’ αρχήν θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε σε ποια σημεία έχουμε ήδη αποκτήσει ερευνητικά την κοινή αναφορά. Ένα απ’ αυτά είναι σίγουρα η πρώτη κατάταξη όσον αφορά στις κατηγορίες των πηγών από τις οποίες αντλούμε πολύτιμα και σαφή στοιχεία για ν’ αποκαταστήσουμε την τέχνη αυτή κατά την αρχαιότητα.
Έτσι, στην κλασική ταξινόμησή τους, οι πηγές αυτές μπορούν να χωρισθούν σε έμμεσες και άμεσες.
Εδώ επιχειρείται μια προσέγγιση στην κατηγορία των άμεσων πηγών και πιο συγκεκριμένα στην κατηγορία των ευρημάτων μουσικών οργάνων.
Ο βαθμός διατήρησης των αρχαίων δεδομένων αλλά και η δυνατότητα ταύτισής τους και αποκατάστασης της αρχικής τους μορφής και η καθημερινή αναζήτηση των νέων στοιχείων που προκύπτουν αποτελούν ένα ευρύ και ενδιαφέρον πεδίο κοινής έρευνας, όπου η ακρίβεια και η ασφάλεια της πληροφορίας μπορούν να προσδώσουν στα συχνά ασαφή περιγράμματα της φημισμένης αυτής τέχνης της αρχαιότητας μια επιθυμητή και επιστημονικά έγκυρη ευκρίνεια.
Το πρώτο λοιπόν και κυρίαρχο ερώτημα που προκύπτει είναι η επανεξέταση των παραμέτρων και η λειτουργική σύνδεση των πληροφοριών μεταξύ τους στην προσπάθεια της αποκατάστασης των χαμένων κρίκων αυτής της ιστορικής πραγματικότητας. Πώς μπορεί να συντελεστεί όμως κάτι τέτοιο με την αναψηλάφηση των δεδομένων μας;
Η βασική πρόταση για την ταξινόμηση των πηγών, αποδεκτή σήμερα για μια μεγάλη ομάδα ερευνητών, έχει εφαρμοστεί στις περισσότερες από τις προσπάθειες κοινής εκτίμησης των πληροφοριών. Ωστόσο, όσο θετικό και να φαίνεται αυτό για την περαιτέρω πορεία μας δεν παύει να περιέχει και ιδιαίτερα νεφελώδεις παραμέτρους που η μέχρι τώρα εμπειρία έχει αποδείξει ότι μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένα στοιχεία και συμπεράσματα, δυσεπίλυτες καταστάσεις και αποκαταστάσεις μιας αλήθειας ιδωμένης από διαφορετικές οπτικές.
Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:
Α) Τα διαφορετικά πεδία έρευνας και η προσέγγισή τους που δεν γίνεται αυτόματα ούτε και παντού με την ίδια μέθοδο, καθώς η διαδικασία και ο βαθμός γνώσης για κάθε ένα από αυτά ποικίλει για τον κάθε ερευνητή. Οι βαθμίδες αυτές της προσέγγισης των αρχαίων δεδομένων μπορούν παρόλα αυτά να ορισθούν με ασφάλεια σε τέσσερις διαφορετικές αφετηρίες
Η συνήθης διαχείριση της πληροφορίας μας όμως δεν υπάγεται κατ’ ανάγκη και με τους βέλτιστους δυνατούς όρους σε μια συνολική οπτική κι οι αφετηρίες δεν αντιμετωπίζονται ως ισοβαρείς, ομοειδείς και παράλληλης ταχύτητας
Β) Η πληροφορία η οποία έρχεται
προς εμάς με βάση αυτή την ταξινόμηση δεν
είναι άμεση, ούτε κατ’ ανάγκη διεξοδική,
φέρει δε επιπρόσθετα μαζί της βάρη και
ασάφειες του παρελθόντος από τα οποία συχνά
είναι αδύνατον να την απαλλάξουμε οριστικά.
Μια άλλη ταξινόμηση
Αλλά ας επιστρέψουμε στις πηγές μας.Επανεξετάζοντας τους όρους μπορούμε να διακρίνουμε μια αδιάσπαστη αλυσίδα πηγών, χρονικά μεθοδολογικά και πρακτικά. Ανεξάρτητα από τα πραγματικά μεγέθη των εξεταζομένων αντικειμένων – πηγών παρατηρούμε ότι ορισμένα από τα στοιχεία παράγονται πρωτογενώς, άλλα έπονται, των οποίων έπονται άλλα κ.ο.κ.Επομένως μια διαφορετικού χαρακτήρα ταξινόμηση θα μπορούσε να είναι σε πρωτογενείς και παράγωγες πηγές.
Το βασικό σημείο που μας χρησιμεύει εδώ σαν κριτήριο είναι η ίδια η δραστηριότητα – στην περίπτωσή μας δηλαδή η μουσική πράξη. Για την ανθρώπινη φωνή δεν έχουμε καμιά δυνατότητα καταγραφής μιας πιθανής ιδιαιτερότητας, κυρίως εξαιτίας του μικρού σχετικά χρόνου για τυχόν εξελικτική – φυλογενετική διαφορά. Για τα μουσικά όργανα όμως, έχουμε ένα πολύ σημαντικό και πολύτιμο στοιχείο, το εύρημα. Οπωσδήποτε εδώ θα χρειαστούμε αρωγό την εικόνα, και δεν είναι λίγες οι φορές που η εικόνα μας οδηγεί στην περίπου οριστική αποκατάσταση των χαμένων στοιχείων του.
Το αντικείμενο – εύρημα είναι επομένως αναμφισβήτητα πρωτογενής πηγή, εφόσον αποτελεί
α. το φέρον την βασική πληροφορία
β. μια αναμφισβήτητη αξία για την εκτίμηση των λοιπών πληροφοριών αλλά και
γ. ανεξάρτητη μονάδα ενός έργου τέχνης, που φέρει τα χαρακτηριστικά της εξέλιξης και της αλληλεπίδρασης με τους άλλους τομείς για την εποχή που εξετάζεται.
Με βάση την ανάγνωση αυτή το
εύρημα αντιμετωπίζεται ως αφετηρία και όχι
ως επιβεβαίωση των υπαρχουσών αναγνώσεων.
Δύο ερωτήματα προκύπτουν:
α. Είναι σωστή η οδηγία του ευρήματός μας;
και β. έχουμε ασφάλεια ‘όταν το αποκαθιστούμε;
Εδώ δεν χρειάζεται να προστεθεί,
πιστεύω, και το τρίτο πολύ βασικό ερώτημα:
είναι οι αρχαιολόγοι ανασκαφείς
διατεθειμένοι να παραδώσουν την ειδική
αυτή πληροφορία στο κρίσιμο χρόνο που
μπορούμε ακόμα ν’ αντλήσουμε ακέραιη την
ενέργειά του; Αλλά αυτό καλύτερα να
συζητηθεί στις προτάσεις.
Η αξιολόγηση του
ευρήματος
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η πρώτη προϋπόθεση για την ζητούμενη διασύνδεση ευρημάτων και λειτουργίας, Αρχαιολογίας και Μουσικής Αρχαιότητας, είναι η ολοκληρωμένη εικόνα του ευρήματος, το ίδιο αυτό καθ’ εαυτό όσο και συγκριτικά με άλλα όμοια και ανάλογα.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η τεχνολογικά δυνατή σήμερα διερεύνηση της λειτουργίας του – παραγωγή ήχου από το αρχαίο αντικείμενο, δημιουργία ενός αρχείου καταγραφής των ήχων από διάφορα ευρήματα κατά κατηγορίες.
Η τρίτη είναι η σύνδεση και εκτίμηση των ηχητικών αποτελεσμάτων με τα αντίστοιχα δεδομένα επιστήμης και τέχνης για τον χορό, τον χώρο και την ακουστική του, τον λόγο ως κείμενο κ.ο.κ.
Εφόσον υπάρχει πλέον αυτό το
υλικό στα χέρια των μουσικολόγων είναι
δυνατή η συνθετική πλέον δική τους
αξιολόγηση για τον συνδυασμό και την
εναρμόνιση των παραπάνω (1,2 και 3) δεδομένων
και ερωτημάτων για τη μουσική με την πιο
στενή έννοια αναζήτησης του παρελθόντος.
Στην εισήγηση αυτή περιοριζόμαστε στη καταγραφή σκέψεων και ερωτημάτων σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση. Θα επιχειρήσουμε ν’ αναδείξουμε την σημασία των ερωτημάτων αυτών σε σχέση με ένα πολύ γνωστό παράδειγμα, την λύρα του Ελγιν.
Το εύρημα αυτό παίρνει την
ονομασία του από τη συλλογή Ελγιν, στην
οποία ανήκει. Έφτασε στο Λονδίνο το 1816, μαζί
με τα υπόλοιπα (γνωστά) ευρήματα1. Εκτίθεται
στο Βρετανικό Μουσείο και φέρει αριθμό
ευρήματος GR
1916.6-10.501. Πρόκειται για τα στοιχεία μιας
λύρας που βρέθηκε σε ταφή που χρονολογείται
κατά προσέγγιση στον 4ο αι. π.Χ.2 στην
περιοχή της αρχαίας οδού προς την Ελευσίνα.
Η αναπαραγωγή της δημοσιοποιημένης πληροφορίας η οποία φτάνει μέχρις εμάς αποτελεί ένα σύνθετο όσο και δαιδαλώδες στην διερεύνησή του σκηνικό, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης μνείας για να γίνει αντιληπτή η βασική αξία της πολλαπλής προτεινόμενης προσέγγισης.
Μια σύγχυση που κρατά σχεδόν ένα αιώνα τοποθετεί το όργανο αυτό μεταξύ των ολοκληρωμένων ως προς την εξέτασή τους, αποκατεστημένων και εκτεθειμένων στο ευρύ κοινό. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Ερευνητές στο παρελθόν έχουν εκφράσει αμφιβολίες για το αν πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ή δυο όργανα, των οποίων τα στοιχεία συνεπτυγμένα αποτελούν σήμερα την αποκατάσταση της γνωστής αρχαίας ελληνικής λύρας. Η έκθεσή του με αποκατεστημένο όστρακο – ηχείο περιλαμβάνει ωστόσο, δίπλα σ’ αυτό, ένα τμήμα αρχαίου οστράκου, ανάγοντας αυτόματα στην κοινή καταγωγή και ταύτιση του αντικειμένου μ’ αυτό που αποκαθίσταται εκθεσιακά.
Κατά τη διερεύνηση του θέματος και των παραμέτρων του προκύπτουν τα εξής:
Ι. Ότι στη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου υπάρχει μόνο μια λύρα
ΙΙ. Ότι πρέπει πράγματι να υπήρξε δεύτερη λύρα, της οποίας τα στοιχεία μας είναι εν πολλοίς άγνωστα, καθώς και η σημερινή της θέση ή κατάσταση (μόνο ο κ. L. Beschi3 διεξέρχεται διαφωτιστικά την περίπτωση αυτή) και
ΙΙΙ. Ότι, τέλος, οι δυο λύρες προέρχονται από διαφορετικές ανασκαφές, των οποίων ο κοινός χρόνος ή η κοινή τύχη συνένωσε τα ευρήματα, εξαιρώντας μόνο το δεύτερο όργανο, σε κάποια μελλοντική φάση να εμφανισθεί σε επιστημονική δημοσίευση και να ερμηνεύσει έτσι με περισσότερη ακρίβεια την κατάσταση.
IV. Όσον αφορά στο αρχαίο τμήμα του οστράκου – ηχείου που συνοδεύει το αποκατεστημένο όργανο προκύπτει ότι το όστρακο αυτό δεν σχετίζεται παρά μόνο ως ένα δείγμα – όχι από τα καλύτερα σωζόμενα – επεξεργασίας του ηχείου της λύρας. Η πραγματική προέλευση του συγκεκριμένου στοιχείου είναι από την Ιαλυσό της Ρόδου, όπως αναφέρουν οι αντίστοιχοι ερευνητές.
Γιατί
τώρα η συγκεκριμένη αναφορά;
Οι πληροφορίες μας όσον αφορά
στις πρωτογενείς όπως προαναφέρθηκαν πηγές
είναι το σημαντικότερο και το πιο ασφαλές
εφαλτήριο, πάνω στο οποίο οι ιδέες και οι
απόψεις μπορούν να στηριχθούν και να
προκαλέσουν ερωτήματα, προτάσεις και
συμπεράσματα. Δεν είναι δυνατόν να
βασιστούμε στις σε δεύτερο αντικείμενο -
εύρημα. Αλλά για να έχει πραγματική αξία
ως προς αυτό, θα πρέπει και το εύρημα να έχει
τα δικά του στοιχεία ταυτότητας, να μπορεί
να μας οδηγήσει με ασφάλεια και να μπορεί να
μιλήσει στη γλώσσα που έχουμε επιλέξει ως
κοινή για την προσέγγιση αυτή.
Οι προτάσεις. Οι ενέργειες που
πρέπει να γίνουν από την ίδια σκοπιά.
Τι πρέπει να γίνει;
Μπορεί να συσταθεί ένα διαρκές
αρχείο ευρημάτων με την μέχρι τώρα
υπάρχουσα γνώση γύρω από το θέμα, το οποίο
να εμπλουτίζεται και να ανανεώνεται
συνεχώς, χωρίς την ανασταλτική και
δύσκαμπτη λειτουργία της διαχείρισης των
ευρημάτων από τις αντίστοιχες υπηρεσίες. Η
παράδοση και η ασφάλεια έχει πολύ
μεγαλύτερη αξία από την επιφυλακτική και
συχνά πολύ μακροπρόθεσμη αξιολόγησή τους
από ερευνητές που δεν είναι εξειδικευμένοι
στο θέμα. Σ’ αυτό φυσικά πολύ μεγάλο ρόλο
καλείται να παίξει η εφαρμογή της
νομοθεσίας που αφορά στην αξιοποίηση και
δημοσίευση των αρχαιολογικών ευρημάτων από
την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου
Πολιτισμού. Η υπόνοια ενός ανασκαφέα
αρχαιολόγου ότι έχει βρεθεί μπροστά σ’ ένα
εύρημα μουσικό όργανο θα πρέπει να γίνει
κατανοητό ότι ερμηνεύεται ως μεγάλη
ευκαιρία να δοθούν άμεσα πολύτιμες
πληροφορίες για περαιτέρω επεξεργασία και
όχι ως επτασφράγιστο μυστικό, ανακοινώσιμο
σε δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια ανάλογα με
τις υποχρεώσεις του ανασκαφέα.
Να γίνουν διαβήματα ως προς την ουσιαστική και λειτουργική συνεργασία μεταξύ των τομέων έρευνας, να δοθούν βασικές και ενιαία διατυπωμένες παράμετροι που αφορούν στη συνεργασία αυτή, τελικά μια κοινή γλώσσα Η επικοινωνία στους τομείς αυτούς να διασφαλίζει την απαραίτητη και πάγια συναίνεση στις επιμέρους αναλύσεις, αλλά και την απόλυτη εμπιστοσύνη που πέραν της εθιμικής υποχρέωσης έχουμε απέναντι στο εύρημα.
Το εύρημα είναι κατ’ αρχήν ευθύνη και τιμή για τον αρχαιολόγο – όλοι όμως γνωρίζουμε ότι χωρίς το απαραίτητο περιβάλλον η πληροφορία του θα χαθεί, θα γίνει βορά στον χρόνο και θα λειτουργήσει απλά ως ένα ενδιαφέρον μουσειακό έκθεμα με αμφίβολα στοιχεία ταυτότητας. Είναι κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι απεύχονται όλοι.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ακόμα μια παρατήρηση.
Ένας αρχαιολόγος ανέβηκε στο βήμα για μια τέτοια θεματική και σας ευχαριστεί και πάλι γι’ αυτό. Γνωρίζω όμως καλά ποια ήταν η πρώτη σκέψη που μπορεί να διακατείχε πολλούς από το ακροατήριο: τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς ης τέχνης κατ’ επέκταση τους έχουμε αρωγούς για πολλά απ’ τα ερωτήματα της καθημερινής ζωής κατά την αρχαιότητα, με κύριο και πρωτεύοντα ρόλο ν’ ανακαλούν κατά περίπτωση την αποδεικτική ισχύ των καταγραμμένων σε εικόνα φάσεων της ζωής αυτής. Όσο ελκυστική και να είναι αυτή η παράμετρος της συνεργασίας μας δεν παύει ν’ αποτελεί ένα μικρής αξίας και μάλλον πλασματικό στοιχείο για ν’ αποκαταστήσουμε αυτή την καθημερινότητα.
Εξηγούμαι:
Επιχειρώντας μια ανασκόπηση των προσφερόμενων μέχρι σήμερα πηγών της αρχαίας μουσικής, μπορούμε να παρατηρήσουμε, σ’ ότι αφορά στον ελληνικό χώρο, ότι γενικά οι απεικονίσεις που μας δίνουν πληροφορίες για την ύπαρξη μορφών μουσικής μέσα στην καθημερινότητα του ατόμου της πρώιμης αρχαιότητας, είναι αρκετές, ώστε να πείθουν για την μακραίωνη παράδοση της μουσικής πράξης.
Ι. Η απεικόνιση, για παράδειγμα, ενός πνευστού ή ενός τριγωνικού (πολύχορδου;) οργάνου σε ειδώλια της Κυκλαδικής Τέχνης (τέλη 3ης χιλιετίας π.Χ.), η λεπτομερής περιγραφή ενός σύνθετου τύπου πνευστού και ενός αρκετά εξελιγμένου τύπου έγχορδου στην γραπτή σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας (14ος αι. π.Χ.), μαρτυρούν μια πορεία πολύ πιο μακρινή από αυτή που περιγράφεται από τις γραπτές πηγές για την παραγωγή των μουσικών ήχων.
ΙΙ. Είναι κοινά αποδεκτή η άποψη, ότι η απεικόνιση ενός αντικειμένου παριστά ότι επί μεγάλο χρονικό διάστημα προϋπάρχει σε χρήση και αποτελεί ήδη γνωστό σημείο αναφοράς για τον δημιουργό της απεικόνισης4 .
Η άποψη αυτή υποστηρίζεται συχνά σε επίρρωση της ασφάλειας των πληροφοριών, που παρέχει η εικονογραφία στο θέμα. Η ίδια από μόνη της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εσφαλμένη. Η εικονογραφία είναι, άλλωστε μια βασική πηγή πληροφορίας για την ανάγνωση της αρχαιότητας, και ειδικότερα για θέματα καθημερινής ζωής.
Η αξιοποίηση όμως των πληροφοριών αυτών για την αρχαία μουσική και τα αρχαία μουσικά όργανα περιέχει αρκετά αδύνατα σημεία (όπως π.χ. η συμβατότητα της απεικόνισης, η προσωπική αντίληψη του καλλιτέχνη της αρχαιότητας5), τα οποία μπορεί να προκαλούν σύγχυση για τα πραγματικά δεδομένα.6
Η πληροφορία, επομένως, της εικονογραφίας δεν μπορεί να θεωρείται απόλυτα ασφαλής για την αποκατάσταση των σωζόμενων αντικειμένων.7
Συμπερασματικά, μπορούμε να ορίσουμε την θέση αυτής της πρότασης ως έρευνα στην πραγματική και όχι στην επιθυμητή ανάπτυξη της εικόνας, εφόσον επιχειρεί ν’ αναλύσει το πρωτογενές συστατικό (το εύρημα) με την υποστήριξη των λοιπών πηγών (γραπτών ή εικαστικών μαρτυριών).
1 Για τα ευρήματα
της συλλογής Ελγιν, βλ. JHS
36, 1916, 214 κ.ε (“Lord
Elgin and his collection”).
2 Από την ίδια
ταφή προέρχονται δύο ξύλινοι αυλοί από
συκομορέα.
3 Beschi L., “La tomba di una fanciulla
antica”, Studi Miscellanei
30, 99-108.
4
Η γνώση της
λειτουργίας του αντικειμένου (στην
περίπτωση αυτή η παραγωγή μουσικής από ένα
όργανο που απεικονίζεται) δεν αποτελεί
φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση για την
τοποθέτησή του σε μια παράσταση. Η εικόνα
του αντικειμένου είναι επομένως σύμβολο
και όχι πιστή αναπαράσταση.
5
Η δική του δηλ.
ερμηνεία της πραγματικότητας, όπως
εκφράζεται μέσα
από την τέχνη του(ζωγραφική, γλυπτική κ.λ.π.)
6
Τα επιμέρους
στοιχεία της βασικής αυτής διαφωνίας
δεν θ’ αναφερθούν εδώ
ούτε εξάλλου είναι σκόπιμο, στα πλαίσια
αυτής της εργασίας. Ωστόσο, σε κάθε χρήση
πληροφορίας της πηγής αυτής, οφείλει να
λειτουργήσει η αίρεση της αξιοπιστίας στην
περιγραφή μιας πραγματικότητας.
7
Για τους
λόγους αυτούς άλλωστε, οι μέχρι σήμερα
προσπάθειες αποκατάστασης αρχαίων
μουσικών οργάνων με βάση μόνο την
εικονογραφία τους καλύπτονται κατά ένα
μεγάλο μέρος από την σύγχρονη καλλιτεχνική
δημιουργία.